- Ελμπασάν
- (Elbasan). Πόλη (224.974 κάτ. το 2001) της κεντρικής Αλβανίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (3.278 τ. χλμ., 366.137 κάτ. το 2001). Βρίσκεται σε μια εύφορη κοιλάδα, στις όχθες του ποταμού Γενούσου, 32 χλμ. ΝΑ των Τιράνων. Είναι χτισμένη στην τοποθεσία της αρχαίας Σκάμπε, αλλά ιδρυτής της θεωρείται ο Μωάμεθ Β’, που την ανοικοδόμησε το 1466, δίνοντάς της τη σημερινή ονομασία και τα χαρακτηριστικά της ανατολίτικης πόλης. Η οικονομία της βασίζεται στη γεωργία και στη βιομηχανία επεξεργασίας ορισμένων γεωργικών προϊόντων (ελαιουργία, αλευροποιία, υφαντουργία, ξυλεία, προϊόντα καπνού). Στα περίχωρα, στη Λαμπινότ, υπάρχουν κοιτάσματα χρωμίου και σιδήρου. Στο Ε. καταλήγει η σιδηροδρομική γραμμή με αφετηρία το Δυρράχιο. Ιστορία. Μετά την Δ’ Σταυροφορία το Ε. γνώρισε πολλούς κατακτητές. Το 1217 η περιοχή του Ε. περιήλθε στην εξουσία του ηγεμόνα της Ηπείρου, ο οποίος όμως μετά την ήττα του στην Κλοκονίτσα, το 1230, την παραχώρησε στον Βούλγαρο βασιλιά Ιωάννη Ασάν. Το 1253 το Ε. πέρασε στη δικαιοδοσία των βασιλιάδων της Νίκαιας, ενώ το 1257 ο Γεώργιος Ακροπολίτης, με εντολή του βασιλιά της Νίκαιας Θεοδώρου Β’ του Λάσκαρη (1254-58), όρισε διοικητή της περιοχής τον Κωνσταντίνο Χαβάρωνα, ο οποίος όμως προσχώρησε τελικά στο στρατόπεδο του Ηπειρώτη ηγεμόνα Μιχαήλ Β’. Στη συνέχεια, άρχοντες του Ε. έγιναν ο Σέρβος βασιλιάς Στέφανος Δουσάν (1331-55) και ο Κάρολος Τόπιας, ώσπου τελικά, ύστερα από μακρόχρονους αγώνες, έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Την περίοδο της τουρκοκρατίας ήταν διοικητική έδρα και υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Δυρραχίου. Διέθετε βιομηχανία όπλων και ιδίως μαχαιριών και ήταν κέντρο εμπορίου μαλλιών, κεριού και δερμάτων. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο κατελήφθη από τους Βουλγάρους (12 Φεβρουαρίου 1916) και από το 1918 έως το 1920 από τους Ιταλούς.
Dictionary of Greek. 2013.